- ἑψήματα
- ἕψημαanything boiledneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
поварѧти — ПОВАРѦ|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Варить, приготовлять пищу. Прич. в роли с.: мужаитесѧ келареве. свѣстью ч(с)тою свершающе дѣло ваше. встанете хлѣботворци. любовь исполнѧюще [прип. на полях: i поварѧющеи] сестрамъ и братьи бж(с)твеными словесы и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… … Dictionary of Greek
εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… … Dictionary of Greek